- αποκύημα
- το, -ατοςγέννημα, συνήθως στη φράση: Αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποκύημα — το (Μ ἀποκύημα) προϊόν τοκετού, γέννημα νεοελλ. φρ. «αποκύημα ή αποκυήματα φαντασίας» δημιουργήματα της φαντασίας, φαντασιώσεις … Dictionary of Greek
φάντασις — άσεως, ἡ, Α [φαντάζω, όμαι] 1. φαντασία 2. αποκύημα φαντασίας … Dictionary of Greek
φαντασίωση — η / φαντασίωσις, ώσεως, ΝΜ [φαντασιῶ] ο σχηματισμός φανταστικών παραστάσεων νεοελλ. 1. συνεκδ. πλάσμα τής φαντασίας, αποκύημα τής φαντασίας 2. (ψυχολ.) α) φανταστική παράσταση, που ερμηνεύει επιθυμίες λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές β) (στην… … Dictionary of Greek
φαντασμός — ο, ΝΜΑ, και φανταγμός Ν [φαντάζω, ομαι] αποκύημα τής φαντασίας νεοελλ. (στην ποίηση) όνειρο νεοελλ. μσν. έπαρση, αλαζονεία αρχ. στον πληθ. οἱ φαντασμοί μάταιες ελπίδες, απραγματοποίητες σκέψεις, ουτοπίες … Dictionary of Greek